- μολύβδωση
- η (Α μολύβδωσις και μολίβδωσις) [μολυβδώνω]νεοελλ.1. επένδυση ή επικάλυψη με πλάκες ή φύλλα μολύβδου2. (φυτοπαθολ.) άλλη ονομασία τής ασθένειας τών φυτών αργυροφυλλίαςαρχ.κόλληση ή επίχριση με μόλυβδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυβδώσῃ — μολυβδώσηι , μολύβδωσις leading fem dat sg (epic) μολυβδόω melt like lead aor subj mid 2nd sg μολυβδόω melt like lead aor subj act 3rd sg μολυβδόω melt like lead fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)